- στορῶ
- στόρεννυμιfut ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στορίζω — και στορώ, άω και έω, Ν βλ. ιστορίζω … Dictionary of Greek